Ιατρική αμέλεια, ιατρική ευθύνη, ιατρικά λάθη. Ιατροί οφθαλμίατροι. ΑΠ 864/2020
Η ενάγουσα, μακροχρόνια χρήστης φακών επαφής, παρουσίασε σοβαρές επιπλοκές στα μάτια. Αφού επισκέφθηκε μια ιδιωτική οφθαλμολογική κλινική λόγω συμπτωμάτων στο αριστερό της μάτι, διαγνώστηκε με επιπεφυκίτιδα και έλαβε αντιβιοτική αγωγή. Παρόλα αυτά, η κατάστασή της δεν βελτιώθηκε.
Επισκέφθηκε κατόπιν τον πρώτο εναγόμενο (οφθαλμίατρο) λόγω ερυθρότητας και δυσφορίας στο αριστερό της μάτι. Διαγιγνώσκεται με επιπεφυκίτιδα και της χορηγούνται αντιβιοτικές σταγόνες.
Επιστρέφει πολλές φορές χωρίς βελτίωση. Τα συμπτώματά της επιδεινώνονται, συμπεριλαμβανομένης της μειωμένης όρασης.
Η ενάγουσα ισχυρίζεται η τελευταία της επίσκεψη έγινε στον πρώτο εναγόμενο, κάτι που ο εναγόμενος αρνείται. Συμβουλεύεται μετά τον δεύτερο εναγόμενο (άλλον οφθαλμίατρο) και συνεχίζει να λαμβάνει θεραπεία χωρίς βελτίωση. Μερικές ημέρες μετά η ενάγουσα αισθάνεται έντονο πόνο και παραπέμπεται σε νοσοκομείο, όπου διαγιγνώσκεται με κερατίτιδα που προκαλείται από Acanthamoeba, απαιτώντας νοσηλεία και θεραπεία μέχρι τις 13 Δεκεμβρίου 2002.
Μετά τη διάγνωσή της, υποβλήθηκε σε πολλαπλές επεμβάσεις λόγω της εξέλιξης της κατάστασής της, συμπεριλαμβανομένων μεταμοσχεύσεων κερατοειδούς και θεραπειών για την αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς.
Η όραση της ενάγουσας παρέμεινε σοβαρά μειωμένη εξαναγκάζοντάς την σε περαιτέρω ιατρικές παρεμβάσεις με την πάροδο των ετών.
Οι εναγόμενοι αμφισβήτησαν την ευθύνη τους, υποστηρίζοντας ότι η ενάγουσα γνώριζε την κατάστασή της και τις συνέπειές της από τον Δεκέμβριο του 2002, ισχυριζόμενοι έτσι ότι η παραγραφή είχε λήξει όταν κατατέθηκε η αγωγή τον Δεκέμβριο του 2007.
Το δικαστήριο έκρινε ότι η επιδείνωση της κατάστασης της ενάγουσας και οι επιπλοκές από τη λανθασμένη διάγνωση δεν ήταν προβλέψιμες και, ως εκ τούτου, η παραγραφή δεν παραγράφει την αξίωση.
Το δικαστήριο έκανε δεκτή την αξίωση της ενάγουσας για αμέλεια κατά των εναγομένων, κρίνοντας ότι δεν έθεσαν έγκαιρη και ακριβή διάγνωση.
Οι εναγόμενοι ιατροί δεν τήρησαν τα καθιερωμένα ιατρικά πρότυπα, γεγονός που επιδείνωσε την κατάσταση του ενάγοντος.
Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο επιδίκασε στην ενάγουσα 25.000 ευρώ για ηθική βλάβη, επικαλούμενο τη σοβαρότητα των τραυματισμών της και τον αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής της.
Οι εναγόμενοι υποχρεώθηκαν να καταβάλουν το ποσό αυτό, μαζί με τόκους υπερημερίας από την ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής.
Το δικαστήριο αποφάσισε να συνδυάσει και να εξετάσει από κοινού τις αντικρουόμενες αιτήσεις ακύρωσης (όπως επιτρέπεται από τα άρθρα 246 και 573 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας) για τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της διαδικασίας.
Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο διέταξε τη διενέργεια ιατρικής πραγματογνωμοσύνης και στη συνέχεια αποφάσισε επί της ουσίας, με αποκορύφωμα την απόρριψη των αξιώσεων της ενάγουσας.
Η ενάγουσα άσκησε έφεση κατά της απόφασης, η οποία οδήγησε σε περαιτέρω ιατρικές εξετάσεις και σε μερική αποδοχή των αξιώσεών της από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, αλλά οι εναγόμενοι προέβαλαν αντιρρήσεις σχετικά με την παραγραφή.
Κατά την κρίση του δικαστηρίου, αποζημίωση για ηθική βλάβη αποσκοπεί στην παροχή δίκαιης και επαρκούς ανακούφισης χωρίς την εμπορευματοποίηση των σχετικών ηθικών αξιών. Τόνισε τη σημασία της διατήρησης μιας αναλογικής σχέσης μεταξύ της ζημίας που υπέστη και της αποζημίωσης που επιδικάζεται, επικαλούμενο συνταγματικές αρχές.
Το δικαστήριο καθόρισε βασικά χαρακτηριστικά για τον προσδιορισμό του εύλογου χαρακτήρα της αποζημίωσης:
- Η φύση και η σοβαρότητα της ηθικής βλάβης.
- Η οικονομική, κοινωνική και προσωπική κατάσταση των εμπλεκομένων μερών.
- Η βαρύτητα του σφάλματος του εναγομένου και τυχόν συντρέχουσα αμέλεια του θύματος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκρινε ότι το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας επιδικάζοντας 25.000 ευρώ ως ηθική αποζημίωση, καθώς θεωρήθηκε δυσανάλογα χαμηλή, δεδομένων των σοβαρών επιπτώσεων στην υγεία του ενάγοντος, ο οποίος υπέστη σημαντική απώλεια όρασης λόγω της αμέλειας των εναγομένων.
Το δικαστήριο αναγνώρισε ότι η κατάσταση του ενάγοντος δικαιολογούσε την επανεκτίμηση του ποσού της αποζημίωσης, ευθυγραμμίζοντάς το με τα συνήθη νομικά πρότυπα για παρόμοιες περιπτώσεις.
Το Ανώτατο Δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεση της ενάγουσας, ακύρωσε την προηγούμενη απόφαση σχετικά με το ποσό της ηθικής αποζημίωσης και παρέπεμψε την υπόθεση για περαιτέρω εξέταση του θέματος αυτού.
Διέταξε την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον ενάγοντα και επέβαλε έξοδα στους ηττηθέντες εναγόμενους.