Χάρης T. Πολίτης Δικηγόρος ΑΠ, ΣτΕ

Loading

+30 6948 784838 chpolitis@gmail.com
Greek English

Ιατρική Ευθύνη / F.A.Q.

Καθ. ΧΑΡΗΣ ΠΟΛΙΤΗΣ

Η ΙΑΤΡΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ-ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Πολύς λόγος γίνεται τις τελευταίες δύο δεκαετίες για την ιατρική ευθύνη. Συμβαίνουν στη χώρα μας ιατρικά σφάλματα;

Συμβαίνουν σε αρκετό βαθμό. Υπάρχει, μάλιστα χρόνο με το χρόνο υπάρχει μια τάση να αυξάνονται οι μηνύσεις και αγωγές κατά των ιατρών σε πανελλήνια κλίμακα.

Αυτό σημαίνει ότι η άσκηση ιατρικής στη χώρα μας έχει γίνει επικίνδυνη;

Το επικίνδυνο έχει δύο όψεις. Ναι, πιστεύουμε ότι για τους ιατρούς η άσκηση της ιατρικής έχει γίνει επικίνδυνη. Το ίδιο όμως ισχύει και για τους ασθενείς.

Και αυτό φαίνεται όχι μόνο από τις μηνύσεις ή τις αγωγές, των οποίων ο αριθμός είναι τεράστιος σε σχέση με 20 χρόνια πριν, αλλά και το ότι σχεδόν όλοι οι ιατροί χειρουργικών ειδικοτήτων είναι σήμερα ασφαλισμένοι με ποσά από 300.000 ευρώ και πάνω και το ποσόν βαίνει διαρκώς αυξανόμενο, ιδίως μετά την επέλευση της οικονομικής κρίσης.

Για τον ασθενή όμως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Σε όλα τα μέρη του κόσμου, ακόμη και στις ΗΠΑ, στη Γερμανία, στην Ελβετία, στο Ισραήλ, που έχουν εκπληκτικό επίπεδο ιατρικής, συμβαίνουν ιατρικά σφάλματα. Αυτό βεβαίως προκύπτει και από τις δικαστικές αποφάσεις.

Το πρόβλημα που τώρα αναδεικνύεται είναι ότι όλο και περισσότεροι προσφεύγουν εναντίον των ιατρών.

Πού οφείλεται αυτό το φαινόμενο;

Σε πολλούς παράγοντες.

Καταρχήν κοινωνικούς.

Παλιότερα υπήρχαν πολύ λίγοι ιατροί, καλών οικογενειών και ο κόσμος έδειχνε εξαιρετικό σεβασμό. Ας μη λησμονούμε το ότι μέχρι και τη δεκαετία του ’60 ο ιατρός μαζί με το δήμαρχο, το δάσκαλο, τον παπά, τον δικηγόρο, αν υπήρχε, αποτελούσαν την «νομενκλατούρα» του χωριού. Επομένως τα ιατρικά σφάλματα δεν ονομάζονταν έτσι, αλλά ήταν προφανώς θέλημα Θεού μια επιπλοκή, μια εσφαλμένη ενέργεια, μια εσφαλμένη διάγνωση. Με την πάροδο των χρόνων το ιατρικό επάγγελμα, όπως και όλα τα επαγγέλματα, με τον υπερπληθωρισμό, έχασε τη λάμψη του. Από τη άλλη πλευρά τα ΜΜΕ έχουν παίξει και αυτά ένα ρόλο ιδιαίτερα αρνητικό. Η είδηση είναι το ιατρικό σφάλμα και όχι η θεραπεία του ασθενούς.

Μπορεί η ατυχής εξέλιξη να μην οφείλεται σε σφάλμα του ιατρού, αλλά σε ρίσκο της ίδιας της επέμβασης ή και σε ταλαιπωρημένο οργανισμό του ασθενούς με υποκείμενα νοσήματα, όπως καρδιοπάθειες, σακχαρώδη διαβήτη κλπ.

Θα αναφέρουμε και άλλους δύο παράγοντες.

Από τη μια πλευρά τη δυσπιστία πλέον των ασθενών έναντι των κρατικών ιδίως νοσοκομείων όπου, εκ των προτέρων «πεπεισμένοι» ότι δεν πρόκειται να εξυπηρετηθούν, προσέρχονται με αρκετούς συγγενείς και φίλους για να τους χρησιμοποιήσουν ως μέσο πίεσης εναντίον των ιατρών και αργότερα ως πιθανούς μάρτυρες μιας όχι αίσιας έκβασης μιας επέμβασης.

Από την άλλη πλευρά εδώ και μερικά χρόνια, ακόμη και πριν την κρίση, υπήρχε η πεποίθηση, μερικώς δικαιολογημένη, ότι οι ιατροί έχουν πολλά χρήματα. Έτσι ο οικονομικός παράγοντας ήταν και είναι ισχυρό κίνητρο για την άσκηση μηνύσεων και αγωγών κατά των ιατρών.

Τα τελευταία χρόνια, με την οικονομική κρίση, υπάρχουν και άλλα δύο φαινόμενα. Από τη μια πλευρά οι ασθενείς ή οι οικείοι τους, σε περίπτωση θανάτου, επιζητούν δικαίωση μέσω αγωγών ή μηνύσεων. Από την άλλη πλευρά φαίνεται να υπάρχει μια επιρρέπεια σε λάθη.

Ικανοί ιατροί έφυγαν στο εξωτερικό (πάνω από 15.000), και έτσι υπάρχει υποστελέχωση σε έμπειρο προσωπικό, επίσης οι ειδικευόμενοι λιγοστεύουν, ενώ φαίνεται να αυξάνουν οι ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις με την ανεπάρκεια οικονομικών πόρων.

Μπορούμε βεβαίως να αναφέρουμε και άλλες αιτίες.

Ιατροί σε κρατικά νοσοκομεία υπερφορτωμένα, με εξοντωτικές εφημερίες, με πλήθος ασθενών που αναμένουν στους διαδρόμους, κακοπληρωμένοι, με εξισωμένους μισθούς όπως άλλων δημοσίων υπαλλήλων. Στην περίπτωση των ιατρών θα πρέπει οι αμοιβές να είναι καλύτερες επειδή δεν μπορεί το κράτος, διαχρονικά, να έχει απαίτηση από έναν νευροχειρουργό να ανοίγει πέντε εγκεφάλους την ημέρα ή έναν καρδιοχειρουργό να κάνει άλλες τόσες παρεμβάσεις ή έναν γενικό χειρουργό να διενεργεί δεικάδες επεμβάσεις καθημερινά και να αμείβονται ως ένας ανειδίκευτος δημόσιος υπάλληλος, ο οποίος δεν έχει επενδύσει σε σπουδές. Η αρχή της ισότητας του Συντάγματος απαιτεί τα όμοια να πληρώνονται με τρόπο που αναλογεί  στην επένδυση των πολύχρονων σπουδών τους και το έργο που προσφέρουν και τον κίνδυνο, ενώ τα άνισα να αμείβονται αναλογικά με το τι προσφέρουν.

Την υπερφόρτωση των νοσοκομείων, τις ώρες αναμονής στα Τμήματα Επειγόντων Περιστατικών, την έλλειψη επαρκών μέσων, την χρεώνονται πολλές φορές οι ίδιοι οι ιατροί, οι οποίοι βρίσκονται σε κατάσταση burn out. Εκεί καραδοκεί ο κίνδυνος λάθους.

Μία από τις αιτίες είναι ότι πολλές φορές οι ιατροί, για να μην αγχώσουν τους ασθενείς και τους οικείους τους ή και επειδή επιθυμούν να δελεάσουν τον ασθενή υπόσχονται κατά κάποιο τρόπο την επιτυχία της επέμβασης, ιδίως οι ελεύθεροι επαγγελματίες.  

Επίσης το ότι, μετά από μια επιπλοκή ή δυσμενή εξέλιξη, ο ιατρός δεν διαχειρίζεται με κατάλληλο τρόπο την κατάσταση, εξαφανίζεται, δείχνει ανάλγητος έναντι των συγγενών,  κάτι που τους εξαγριώνει και το θεωρούν στοιχείο έμμεσης υπαιτιότητάς του.

Η εμπειρία μας δείχνει, αλλά και διεθνείς μελέτες, ότι ο ιατρός πρέπει πρώτα από όλα να προσπαθεί να μειώσει το μέγεθος της ζημιάς, έστω και με βοήθεια συναδέλφων, και από την άλλη πλευρά πρέπει να συμπάσχει με τον ασθενή ή τους οικείους στον πόνο τους ή τη θλίψη τους ή το πένθος τους, ανάλογα.

Ποιος είναι ο ορισμός της ιατρικής ευθύνης;

Η ιατρική ευθύνη πολλές φορές είναι συνώνυμη με την ιατρική αμέλεια ή το ιατρικό σφάλμα ή τα ιατρικά λάθη.

Καταρχήν ο ιατρός πρέπει να ενεργεί πάντοτε σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης, τέχνης και δεοντολογίας και να επιδεικνύει προς τον ασθενή εκείνο το ενδιαφέρον που πρέπει, εκείνο το μέτρο επιμέλειας που αναμένει η κοινωνία και η πολιτεία να δείξει ένας μέσος εξειδικευμένος ιατρός.

Το κριτήριο αυτό είναι αντικειμενικό. Ο δικαστής δηλαδή αναμένει την επιμέλεια ενός μέσου ιατρού. Δεν περιμένει ενός καθηγητή ιατρικής, αλλά ούτε και ενός αρχάριου ή ενός ειδικευόμενου, χωρίς να υπάρχει η κατάλληλη επίβλεψη. Αυτή είναι καταρχάς η έννοια της ιατρικής ευθύνης.

Η έννοια της ιατρικής ευθύνης αλλάζει σύμφωνα με τις ιατρικές εξελίξεις;

Βεβαίως. Θα πρέπει να κρίνεται κάθε φορά το μέτρο επιμέλειας του ιατρού σύμφωνα με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης που ισχύουν. Αν λ.χ. δικαζόταν ιατρός τον 19ο αιώνα θα είχε χρησιμοποιήσει χλωροφόρμιο. Σήμερα δεν χρησιμοποιείται και γιατί έχει παρενέργειες, αλλά και γιατί υπάρχουν πολύ πιο αποτελεσματικές και ασφαλείς μέθοδοι και προνάρκωσης και νάρκωσης.

Αλλά ας πάμε σε ένα πολύ πιο κοντινό μας παράδειγμα. Τη γαστρεντερολογία. Παλαιότερα το έλκος στομάχου αντιμετωπιζόταν με αντιόξινα και γάλα. Σήμερα αντιμετωπίζεται με φάρμακα που αναστέλλουν τη ροή των οξέων γαστρικών υγρών του στομάχου και με αντιβιώσεις που καταπολεμούν το ελικοβακτηρίδιο του πυλωρού, αν υπάρχει. Σήμερα ένα έλκος θεραπεύεται τις περισσότερες φορές πλήρως, εκτός αν είναι ιατρικά παραμελημένο. Ο ιατρός λοιπόν που θα εφαρμόζει θεραπείες προηγούμενων δεκαετιών θα έχει ευθύνη για όποια ζημιά υποστεί ο ασθενής.

Επίσης οι ενδοσκοπήσεις έφεραν μια επανάσταση στη διάγνωση και θεραπεία παθήσεων του στομάχου, δωδεκαδακτύλου, παχέος εντέρου, όπως είναι αιμορραγίες του ανώτερου και κατώτερου πεπτικού, αφαίρεση πολυπόδων κλπ. Με πολύ πιο ταχείες διαδικασίες ο ασθενής αυξάνει τις πιθανότητες και ορθής διάγνωσης, αλλά και άμεσης επέμβασης. Ένα στομάχι που αιμορραγεί θα χρειαζόταν άλλοτε, αν η αιμορραγία δεν σταματούσε με συντηρητικά μέσα, ένα βαρύτατο χειρουργείο. Σήμερα μπορεί να γίνει με μία απλή γαστροσκόπηση. Μόνο αν αυτή αποτύχει και η αιμορραγία επιμένει, ο ασθενής θα εισαχθεί στο χειρουργείο.

Τα ίδια ισχύουν και με την εξέλιξη λ.χ. της επεμβατικής ακτινολογίας. Ή με τα stents στην καρδιολογία, όταν παλαιότερα θα χρειαζόταν επέμβαση ανοιχτής καρδιάς.

Επομένως η εξέλιξη της ιατρικής έφερε και μια αρχή της αναλογικότητας ως προς το ποια μέθοδο θα χρησιμοποιηθεί στον κάθε ασθενή. Στα παραδείγματα που αναφέραμε πιο πάνω θα ήταν λάθος να χειρουργηθεί εξαρχής ο ασθενής προτού υπάρξει εκτίμηση, και μάλιστα, ενδεχομένως, από περισσότερες ειδικότητες, να παρέμβει ο γαστρεντερολόγος, εκτός εκτάκτων περιπτώσεων, λ.χ. αιμορραγίας από τροχαίο όπου ούτως ή άλλως καλό είναι να διανοιχθεί λαπαροσκοπικά η κοιλιά, ώστε να διαπιστωθεί και αν αιμορραγούν και άλλα όργανα του ασθενούς, λ.χ. ρήξη ήπατος, σπλήνας κλπ.

Από την άλλη πλευρά βεβαίως η τεχνολογία είναι δίκοπο μαχαίρι, όταν ο ιατρός δεν την χρησιμοποιήσει. Έτσι λ.χ. σε περίπτωση μιας αιμορραγίας μπορεί να θεωρηθεί πλημμελής η συμπεριφορά του ιατρού να μην παραγγείλει αξονική τομογραφία. Μάλιστα, πολλές φορές θα πρέπει να παραγγέλνονται πολλές εξετάσεις ταυτόχρονα, λ.χ. και για καρδιολογικό σύμβαμα (λ.χ. τροπονίνες, ηπατικά ένζυμα, triplex καρδιάς), για λοίμωξη, λ.χ. καλλιέργειες και αντιβιογράμματα.

Ο ιατρός εξετάζει αλγορίθμους. Θέτει μια υπόθεση εργασίας, από τι μπορεί να προέρχεται ένα σύμπτωμα, και αφού πρώτα εκτιμήσει την κλινική κατάσταση του ασθενούς, σφύξεις, ακρόαση, επίψαυση κλπ. θα εξαγάγει μια υπόθεση εργασίας, η οποία όμως πρέπει να επιβεβαιωθεί με τις κατάλληλες εργαστηριακές εξετάσεις.

Η ιατρική κινείται στην κόψη του ξυραφιού.

Αν λ.χ. διαπιστώσει ότι πρόκεται για οξεία κοιλία με σανιδώδη σύσπαση, με θετικό McBurney, τότε κάθε καθυστέρηση μπορεί να είναι μοιραία. Μπορεί να του αρκεί ένας υψηλός αριθμός λευκοκυττάρων, αλλά και αυτός μπορεί να είναι δείκτης ότι ο ασθενής «παραδίδεται», όταν αυτά είναι πολύ χαμηλά και η κατάσταση είναι παραμελημένη με το να κινδυνεύει με σηψαιμία, ARDS, πολυοργανική ανεπάρκεια.

Ο ιατρός τότε έχει ευθύνη να ενεργήσει και όχι να λειτουργήσει συντηρητικά. Θα λειτουργήσει, από την άλλη πλευρά, συντηρητικά, μόνο όταν ο ασθενής πάσχει από τόσο βαρέα άλλα νοσήματα που κάθε επέμβαση είναι παρακινδυνευμένη. Στις περιπτώσεις αυτές σκόπιμο είναι στις αποφάσεις να μετέχουν και οι ασθενείς.

Ο ιατρός ευθύνεται όταν…

Ευθύνη επομένως, σύμφωνα με τα παραπάνω, έχει ο ιατρός αν δεν τηρήσει τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης είτε από άγνοια είτε από απειρία είτε από απερισκεψία ή ανεπιτηδειότητα.

Θα πρέπει όμως να τονίσουμε ότι πολλές φορές, όταν έχει υπάρξει μια επιπλοκή είναι πολύ δύσκολο να διακρίνουμε εκ του αποτελέσματος αν ο ιατρός ενήργησε lege artis, σύμφωνα δηλαδή με τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης ή υπέπεσε σε σφάλμα.

Μερικές φορές η ευθύνη του ιατρού είναι προφανής, λ.χ. γιατί άφησε στο κήτος της κοιλιάς του ασθενούς μια γάζα ή ένα χειρουργικό εργαλείο. Στον κόσμο αυτό φαίνεται εξωκοσμικό, αλλά συμβαίνει αρκετές φορές είτε εξαιτίας πίεσης στα χειρουργεία ή, όσον αφορά στις γάζες, επειδή η νοσηλεύτρια που έχει την ευθύνη καταμέτρησης κάπου αφαιρέθηκε και δεν μέτρησε σωστά κατά την εξαγωγή. Οι γάζες βεβαίως παίρνουν αμέσως το χρώμα του αίματος και ο ιατρός είναι δύσκολο να τις διακρίνει.

Υπάρχουν βεβαίως και περιπτώσεις σοβαρότατων εμφραγμάτων, εγκεφαλικών επεισοδίων, σοβαρών τροχαίων, καθώς και καλπάζουσας εξέλιξης κακοηθειών ή εξαιρετικά επιθετικών λοιμώξεων, όπου οι ιατροί ελάχιστα μπορούν να παρέμβουν.

Επομένως έχουν ευθύνη οι ιατροί όταν ενεργήσουν με αμέλεια;

Ευθύνη όπως είπαμε έχουν όταν ενεργήσουν με αμέλεια. Όταν ενεργήσουν με ορθό τρόπο αλλά το αποτέλεσμα είναι δυσμενές, δεν θα κρίνουμε το ιατρό με βάση το δυσμενές αποτέλεσμα, αλλά με βάση τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε, και αν αυτός ήταν ορθός ή όχι. Όπως είπαμε βεβαίως είναι πολύ δύσκολο, αρκετές φορές να κριθεί αυτό.

Ποιο είναι το όργανο που κρίνει το ιατρό;

Αυτό βεβαίως θα το κρίνουν εκείνα τα θεσμοθετημένα όργανα από το νόμο. Κυρίως το δικαστήριο, αστικό ή ποινικό ή διοικητικό, αλλά, ενδεχομένως, και όργανα του κράτους, λ.χ. η Εθνική Αρχή Διαφάνειας (που απορρόφησε το ΣΕΥΥΠ και ΣΕΕΔΔ),  αν τεθεί θέμα πειθαρχικής ευθύνης ή και των Πειθαρχικών Συμβουλίων των Ιατρικών Συλλόγων.

Και μπορεί όλες αυτές οι αρχές να ενεργούν, και ενεργούν, ανεξάρτητα η μία από την άλλη. Μπορεί να κινηθεί ΕΔΕ ή πειθαρχική ανάκριση ή πειθαρχική δίωξη, αλλά και ο ασθενής ή οι οικείοι να ασκήσουν αγωγές, μηνύσεις.

Όταν το αποτέλεσμα είναι ατυχές δεν αποζημιώνεται πάντοτε ο ασθενής;

Η απάντηση, όσο και αν φαίνεται λογική και απλή, έχει πολλά σκέλη και πρέπει να απαντηθεί ως προς όλα.

Πρώτον γιατί, όπως είπαμε παραπάνω πολλές φορές είναι η κατάσταση του ασθενούς που επιφέρει το δυσμενές αποτέλεσμα. Δεν θα ζητήσει βεβαίως κανείς ευθύνη από το ιατρό που δεν διατήρησε στη ζωή έναν ασθενή με καρκίνο τελικού σταδίου. Σε αντίθετη περίπτωση όλοι οι ιατροί έπρεπε να είναι στις φυλακές ή να έχουν υποθηκεύσει τα σπίτια τους.

Δεύτερον, επειδή μπορεί το δυσμενές αποτέλεσμα να οφείλεται σε επιπλοκή και όχι σε αμέλεια του ιατρού.

Τρίτον γιατί πολλοί άλλοι παράγοντες μπορεί να συμβάλουν στην αποτυχία μιας επέμβασης, λ.χ. το ότι ο ασθενής δεν ακολούθησε τις οδηγίες του ιατρού (σε αποκατάσταση κατάγματος ο ασθενής λ.χ. «φόρτισε» το χειρουργημένο σκέλος παρά τις αντίθετες οδηγίες του ιατρού ή δεν ακολούθησε τη δίαιτα που συνεστήθη κ.ο.κ.) ή υπάρχουν σοβαρά υποκείμενα νοσήματα, λ.χ. διαβήτης, ο οποίος έχει καταστρέψει τα αγγεία του ασθενούς κ.ο.κ.

Τέταρτον γιατί η υπερβολική επιβάρυνση των ιατρών με αγωγές και μηνύσεις εναντίον τους δημιουργούν την «αμυντική ιατρική», η οποία είναι εκείνη η ιατρική που ενώ ο ιατρός μπορεί να ενεργήσει αμέσως, ενεργεί εξαιρετικά μεγάλο αριθμό εξετάσεων από φόβο μήπως κατηγορηθεί από αστικό ή ποινικό δικαστήριο. Αυτό βεβαίως επιβαρύνει και τον ίδιο τον ασθενή με μεγαλύτερο χρόνο παραμονής στο νοσοκομείο, με μεγαλύτερους κινδύνους ενδονοσοκομειακών λοιμώξεων, με μεγαλύτερο κόστος για τα ασφαλιστικά ταμεία, με ράντσα στα νοσοκομεία κ.ο.κ. Στην κοινωνία πρέπει να υπάρχει μια ισορροπία και μια αρχή της αναλογικότητας. Οι ιατροί πρέπει να έχουν κυρώσεις, όπως και όλοι οι υπόλοιποι άνθρωποι, μόνο όταν κριθεί ότι πραγματικά έχουν ευθύνη.

Η επιπλοκή και η δυνατότητα πρόβλεψής της.

Όλες οι επεμβάσεις έχουν τον κίνδυνο επιπλοκών. Μπορεί να είναι 0,1%, μπορεί να είναι και πολύ μεγαλύτερος. Ο ιατρός γνωρίζει ότι η συγκεκριμένη επέμβαση μπορεί να έχει επιπλοκές, αλλά δεν γνωρίζει αν θα συμβούν στο συγκεκριμένο ασθενή, ακόμη και αν ενεργήσει την επέμβαση lege artis.

Αν φέρουμε ένα παράδειγμα, γνωρίζουμε ότι κάθε Σαββατοκύριακο στη χώρα, στατιστικά, θα γίνουν τόσα τροχαία ατυχήματα και τόσοι νεκροί. Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι ποια αυτοκίνητα θα εμπλακούν στα ατυχήματα και ποια θα είναι τα θύματα. Ή γνωρίζουμε ότι παγκοσμίως θα «πέσουν» 4 με 5 αεροπλάνα σε όλο τον κόσμο μέσα σε ένα έτος. Εκείνο που δεν γνωρίζουμε είναι σε ποιες πτήσεις θα συμβεί το ατύχημα, ώστε να το αποφύγουμε. Έτσι, κατά τον ίδιο τρόπο, ο ιατρός γνωρίζει ότι μπορεί να υπάρξουν επιπλοκές, προσπαθεί να τις αποφύγει, λ.χ. μια λοίμωξη με ικανή χρήση αντισηπτικών και προληπτική χημειοπροφύλαξη, αλλά δεν γνωρίζει πότε και σε ποιον ασθενή θα συμβεί.

Ο ασθενής δεν διασφαλίζεται ότι δεν θα υπάρξει επιπλοκή;

Δεν υπάρχει κανένα μέρος του κόσμου όπου να διασφαλίζεται ο ασθενής ότι δεν θα έχει επιπλοκές. Τις γνωστές επιλογές που θα έχει μια ιατρική επέμβαση τις αντιμετωπίζουν οι ιατροί, λ.χ. υπολογίζουν την αιμορραγία και παραγγέλνουν εκ των προτέρων πόσες μονάδες αίματος να υπάρχουν έτοιμες, υπολογίζουν ότι μετά από μια επέμβαση υπάρχει κίνδυνος πνευμονικής εμβολής και σηκώνουν γρήγορα τον ασθενή να περπατήσει, με τις λοιμώξεις λαμβάνουν σοβαρά μέτρα αντισηψίας κ.ο.κ. Αυτές είναι οι συνήθεις επιπλοκές που αποτελούν όμως και τη ρουτίνα ή μέρος αναπόσπαστο μιας επέμβασης. Αν βεβαίως δεν συμβούν, τόσο το καλύτερο.

Υπάρχουν όμως και οι σοβαρές επιπλοκές σε ποσοστό πολύ μικρό, που είναι σοβαρές και αναφέρονται μεν στη βιβλιογραφία και στην πρακτική, αλλά, όπως είπαμε κανείς δεν γνωρίζει πότε και σε ποιον ασθενή θα συμβούν.

Η σχέση της εσφαλμένης διάγνωσης με την αμέλεια.

Ισχύει ο ίδιος κανόνας που προαναφέραμε. Το δικαστήριο θα εξετάσει αν ο ιατρός έκανε τις κατάλληλες διαγνωστικές ενέργειες, εξετάσεις κλινικές, εργαστηριακές, απεικονιστικές, που θα βοηθούσαν στο να θέσει μια ασφαλή διάγνωση.

Αν παρόλα αυτά απέτυχε να θέσει διάγνωση όχι από δική του υπαιτιότητα, αλλά εξαιτίας του ότι η νόσος δεν είχε εμφανή συμπτώματα, αλλά «κρυβόταν καλά» ή δεν υπήρχε και επαρκής χρόνος για ασφαλή διάγνωση, τότε η πλανημένη διάγνωση δεν καταλογίζεται στο ιατρό. Να φέρουμε ένα παράδειγμα. Η σκωληκοειδίτιδα παρουσιάζεται με ορισμένα συμπτώματα, πόνος στο δεξί λαγόνιο βόθρο, που εντοπίζεται με την πάροδο του χρόνου, (σημείο McBurney, Lanz, Rovsing, λαγονοψοΐτη κλπ.), υπάρχει δε και λευκοκυττάρωση. Αν κανένα από τα σημεία δεν βρίσκεται και τα λευκοκύτταρα είναι φυσιολογικά, τότε είναι φυσικό να υπάρξει πλάνη για το ιατρό. Ένας πόνος στην κοιλιά, εμετοί, διάρροια ή κεφαλαλγίες μπορεί να σημαίνουν από την πιο ελαφριά νόσο μέχρι την πιο βαριά.

Ο ιατρός ξεκινά με ένα βασικό αλγόριθμο. Από το πιο συχνό στο πιο σύνθετο και πολύπλοκο και ιδίως σπάνιο. Όταν λ.χ. ένα νεογνό έχει υψηλό πυρετό το πρώτο που θα σκεφθεί θα είναι μια ίωση, αλλά καλό θα ήταν να γίνει και μια καλλιέργεια για να ταυτοποιηθεί ο παθογόνος μικροοργανισμός. Θα γίνει και μια πλήρης εξέταση των νευρολογικών σημείων, ιδίως αυχενική δυσκαμψία, φωτοφοβία κλπ.

Όμως πρέπει να γνωρίζουμε ότι το σπάνιο και εξαιρετικό αν είναι οξύ, πολλές φορές δεν υπάρχει χρόνος για να διαγνωσθεί. Το ζήτημα της διαγνωστικής πλάνης είναι ιδιαίτερα σημαντικό και θα μπορούσαν να γραφτούν βιβλία. Εδώ βοηθούν οι αποφάσεις των δικαστηρίων, η νομολογία, που δημιουργεί τυπολογία ιατρικών σφαλμάτων.

Τα δικαστήρια δίνουν τις πιο κατάλληλες λύσεις πάντοτε;

Με την πάροδο του χρόνου και από τις δημοσιευμένες αποφάσεις των δικαστηρίων παρατηρείται μια ολοένα και πιο αυστηρή τάση των δικαστηρίων έναντι των ιατρών. Αν ρωτήσει κανείς ένα δικαστή αν το πρόβλημα της ιατρικής ευθύνης είναι μεγάλο, θα απαντήσει όχι. Αυτό επειδή ο ποινικός και ο αστικός δικαστής αντιμετωπίζουν σωρεία άλλων αδικημάτων και το ποσοστό ιατρικής ευθύνης που φθάνει στους δικαστές σε σχέση με τα λοιπά αδικήματα είναι μικρό. Αν όμως ρωτήσει κανείς τους ιατρούς θα συνειδητοποιήσει ότι πρόβλημα λαμβάνει σοβαρές διαστάσεις, ιδίως στις χειρουργικές ειδικότητες.

Οι δικαστές εφαρμόζουν την αρχή που διαπνέει το ποινικό μας δίκαιο της «ηθικής απόδειξης», της αξιολόγησης δηλαδή των αποδεικτικών μέσων κατά συνείδηση.

Θα πρέπει να πούμε ότι βεβαίως ο δικαστής δεν είναι εξοικειωμένος με τις ιδιαιτερότητες της ιατρικής επιστήμης. Δεν γνωρίζει ιατρικούς όρους και έχει ανασφάλεια ως προς το πώς πρέπει να δικάσει. Η εμπειρία του με το κοινό έγκλημα δεν βοηθά πολλές φορές, ιδίως όταν έχει να κάνει με επιπλοκές στις οποίες δεν είναι βέβαιο αν ο ιατρός «μπορούσε» και «όφειλε» να αποτρέψει.

Υποβοηθείται από μάρτυρες με ειδικές γνώσεις, έγγραφα, τεχνικούς συμβούλους και βεβαίως πραγματογνώμονες.

Όταν όμως οι ιατρικές πραγματογνωμοσύνες είναι αντιφατικές, τότε τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο δύσκολα.

Στις δίκες ιατρικής ευθύνες στα αστικά δικαστήρια τα τελυταία χρόνια η νομολογία, ιδίως με αποφάσεις του Αρείου Πάγου αντιστρέφουν το βάρος απόδειξης εναντίον των ιατρών.

Αν δηλαδή ο δικαστής, σε περίπτωση δίκης για ιατρική αμέλεια, δεν έχει πειστεί ποιος έχει δίκιο, η πλευρά του ασθενούς ή των οικείων του ή η πλευρά του ιατρού, τότε αντιστρέφει το βάρος απόδειξης, δηλαδή απαιτεί από τον ιατρό να δικαιολογήσει το τι έγινε στο χειρουργείο, για ποιο λόγο η επέμβαση δεν πήγε καλά.

Αυτό έχει επιφέρει μια νομολογία η οποία κατά τα 75% είναι θετική υπέρ αγωγών και μηνύσεων ασθενών ενώ κατά το 25% υπέρ των ιατρών.

Για ποιο λόγο υπάρχει τόση δυσκολία στις δικαστικές αποφάσεις;

Στη χώρα μας δεν υπάρχουν, δυστυχώς, νομοθετικές ρυθμίσεις οι οποίες να αποζημιώνουν με ταχύτητα τον ασθενή. Και δεν υπάρχει ασφαλιστικός οργανισμός για να διεκπεραιώσει ταχύτατα αυτές τις καταστάσεις. Έτσι λ.χ. υπάρχουν μοντέλα ταχύτατης αποζημίωσης στη Ν. Ζηλανδία, τη Σουηδία, την Ολλανδία.

Επίσης δεν υπάρχει θεσμοθετημένο σώμα πραγματογνωμόνων που θα κρίνουν με βάση εισαγγελική λ.χ. παραγγελία (και όχι με προδικαστική απόφαση δικαστηρίου) και θα εκδίδουν απόφαση οιονεί δεσμευτική για το δικαστήριο.

Ακόμη και η ιατροδικαστική έκθεση, όταν υπάρχει, αποδίδει ένα αίτιο θανάτου, λ.χ. ανακοπή. Η ανακοπή όμως δεν έχει υπεύθυνο, δεν κατονομάζεται σαφώς ο υπεύθυνος ούτε, τις περισσότερες φορές, ο αιτιώδης σύνδεσμος.

Όμως στα τροχαία ατυχήματα υπάρχει η έκθεση της ΤΟΤΑ, σε ατυχήματα πλοίων, ειδικές επιτροπές πραγματογνωμόνων, σε αεροπορικά δυστυχήματα πορίσματα πραγματογνωμόνων με βάση τα «μαύρα κουτιά», ακόμη και πορίσματα της NASA σε δυστυχήματα με διαστημόπλοια.

Ο έλληνας δικαστής δεν έχει δίχτυ ασφαλείας.

Επομένως μόνο με έναν ή δύο πραγματογνώμονες προσπαθεί να σχηματίζει δικανική κρίση.

Εκεί παίζουν ρόλο και τα δικηγορικά γραφεία. Είναι σημαντικό πώς θα οργανώσουν άμυνες, πώς θα ορίσουν τεχνικούς συμβούλους, πώς θα χειριστούν τη βιβλιογραφία για να πείσουν τον δικαστή.

Έτσι ο δικαστής καλείται να κρίνει με βάση το καλύτερο αποδεικτικό υλικό που κρίνει υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς.

Ποια είναι η κατάσταση στη χώρα μας σε σχέση με τις ΗΠΑ;

Ας σημειωθεί ότι στις ΗΠΑ, όπου το πρόβλημα της ιατρικής ευθύνης είναι μεγάλο, καταβλήθηκε προσπάθεια πριν μια περίπου 10ετία για να τεθεί οροφή στην αποζημίωση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη στα 250.000 δολλάρια.

Αυτή η πρόταση, που υποστηρίχθηκε ιδίως τότε από τον Αμερικανικό Ιατρικό Σύλλογο, δεν θεσμοθετήθηκε σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Ας σημειωθεί όμως, ότι ακόμη και στις ΗΠΑ, όπου οργανωμένα μεγάλα δικηγορικά γραφεία αναλαμβάνουν δίκες με εργολαβικά, διαφημίζονται δε ελεύθερα ακόμη και σε νοσοκομεία, οι αποφάσεις υπέρ ασθενών είναι 30% και υπέρ ιατρών 70%. Σε περίπτωση όμως κατάγνωσης ιατρικής ευθύνης οι αποζημιώσεις είναι τεράστιες σε σχέση με δεδομένα του ηπειρωτικού δικαίου.

 

Είναι πλέον μύθος στη χώρα μας (μπορεί να ίσχυε σε εποχές πριν την δεκαετία του ’80) ότι ο ιατρός θα περάσει «αβρόχοις ποσίν» δίκη ιατρικής ευθύνης. Είναι μύθος ότι θα έρθει ο καθηγητής ιατρικής ως μάρτυρας και θα αθωώσει άνευ άλλου την υπόθεση υπέρ ιατρού ή ότι το δικαστήριο θα δεχθεί «άνευ άλλου» τη γνωμοδότηση ενός καθηγητή ιατρικής ή ενός και μόνου εμπειρογνώμονα. Η δίκη ιατρικής ευθύνης την τελευταία εικοσαετία έχει καταστεί ιδιαίτερα περίπλοκη και από τις δύο πλευρές, και του ασθενούς και του ιατρού.

 

Πόσο πιθανό είναι να καταδικαστεί ο ιατρός;

Υπάρχει τάση αντικειμενικοποίησης της ευθύνης του ιατρού ή του νοσοκομείου ή της ιδιωτικής κλινικής, ακόμη και όταν δεν γνωρίζουμε τον υπεύθυνο. Έτσι, λ.χ. στις ενδονοσοκομειακές λοιμώξεις, οι οποίες ενδημούν σε χώρους ιδίως ΜΕΘ, με ανθεκτικά στελέχη μικροοργανισμών, όπου δεν είναι δυνατόν να αναγνωριστούν οι υπεύθυνοι, θεωρείται τις περισσότερες φορές ότι το νοσοκομείο ή οι ιατροί έχουν λάβει πλημμελή μέτρα αντισηψίας. Αυτό συμβαίνει και στις βιοπαθολογικές εξετάσεις, όπου το δικαστήριο απαιτεί τις περισσότερες φορές ιδιαίτερη διαγνωστική ακρίβεια, όπως και στις ιστοπαθολογικές εξετάσεις. Αν ξεφύγει η διάγνωση μιας κακοήθειας λ.χ. η ευθύνη επιρρίπτεται στον ιατρό που διενήργησε την εξέταση. Στις αισθητικές η κοσμητικές επεμβάσεις θεωρείται πολλές φορές a priori ότι έχει ευθύνη ο ιατρός, ιδίως αν αυτός εγγυήθηκε το αποτέλεσμα.

Αλλά στην πράξη, σε όλες τις επεμβάσεις που παρουσιάζουν επιπλοκές και βαριές σωματικές βλάβες για τον ασθενή η θάνατο, και παρά το γεγονός ότι στο ποινικό δίκαιο ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας, στην πράξη ο ιατρός καλείται να αποδείξει τι έλαβε χώρα στο χειρουργικό τραπέζι, κάτι που είναι στη σφαίρα της δικής του επιρροής και της δικής του επιστημονικής και επαγγελματικής ευθύνης και όχι του ασθενούς.

Ο ασθενής, και στο ποινικό δικαστήριο, καλείται να αποδείξει τη σωματική βλάβη που υπέστη, ή οι οικείοι το γεγονός της θεραπευτικής παρέμβασης του ιατρού ή της νοσηλείας σε νοσοκομείο ή ιδιωτική κλινική και του θανάτου με την πιστοποίηση είτε από ιατροδικαστική υπηρεσία είτε από την επίκριση θανάτου του ίδιου του νοσηλευτηρίου.

Και αυτό εξαιτίας του ότι ο δικαστής έχει, στην υπόθεση που καλείται να κρίνει, το γεγονός α. της θεραπευτικής παρέμβασης το ιατρού, που περιλαμβάνει εκτίμηση της κατάστασης του ασθενούς, τυχόν εισαγωγή, θέση διάγνωσης, θεραπεία, εξιτήριο κλπ. και β. του ότι «κάτι δεν πήγε καλά», υπήρξε δηλαδή ένα απρόσμενο γεγονός στην όλη διαδικασία, έχει δεδομένη δηλαδή την αποτυχία της παρέμβασης του ιατρού. Λογικό είναι επομένως, ο δικαστής να αναζητά από τον ιατρό να αποδείξει αν η αποτυχία οφειλόταν σε επιπλοκή που αναμενόταν από το είδος και τη φύση της παρέμβασης ή σε ιατρική αμέλεια, σε ιατρικό λάθος. 

Παλαιότερα αυτό μπορεί να επιλυόταν με βουλεύματα, εφέσεις, αναιρέσεις επί βουλευμάτων. Σήμερα, στην πράξη, παρά το ότι προβλέπεται προδικασία (ιδίως να καλείται ο ιατρός ως ύποπτος να παράσχει έγγραφες εξηγήσεις), η συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων παραπέμπεται στο ακροατήριο. Ακόμη και η προσφυγή επί βουλεύματος τις περισσότερες φορές δεν έχει πρακτικό αντίκρισμα, δεδομένου του ότι εισαγγελείς και δικαστές θέλουν να προτείνουν και να κρίνουν, αντίστοιχα, με τα περισσότερα δυνατά αποδεικτικά στοιχεία που παρουσιάζονται μόνο, ιδίως οι μάρτυρες, στην ακροαματική διαδικασία και όχι τόσο στην προανακριτική διαδικασία.

Οι μάρτυρες ιατροί δεν βοηθούν πάντοτε τον ιατρό;

Οι μάρτυρες ιατροί που προτείνει ο κατηγορούμενος ιατρός (στην αστική διαδικασία πλέον οι μαρτυρικές καταθέσεις έχουν μετατραπεί σε ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου μετά από προηγούμενη γνωστοποίηση προς το αντίδικο μέρος) και από τη μια πλευρά πολλές φορές δεν πείθουν τον δικαστή και από την άλλη είναι εξαιρετικά ευάλωτοι στην πίεση που υφίστανται στην ακροαματική διαδικασία από δικηγόρους της πολιτικής αγωγής ή δικαστές που στην πορεία της διαδικασίας αυτής έχουν κατανοήσει ιδιαίτερα τις ιατρικές παραμέτρους και υποβάλλουν καίριες ερωτήσεις. Εκεί ελλοχεύει το λάθος του μάρτυρα υπεράσπισης ιατρού, ο οποίος, αρκετές φορές μεταβάλλεται, άθελά του, σε μάρτυρα κατηγορίας.

Αναμένεται ευθύνη αποτελέσματος από τον ιατρό;

Ας σημειωθεί ότι πολλές φορές αναμένεται από τον ιατρό ευθύνη εργολάβου. Ο εργολάβος ευθύνεται με βάση τη σύμβαση να παραδώσει το έργο λ.χ. ένα καινούριο σπίτι, με τα συμφωνημένα υλικά και στους χρόνους που έχουν συμφωνηθεί, «με το κλειδί στο χέρι», δηλαδή θα πρέπει να λειτουργούν ηλεκτρολογικά συστήματα, συστήματα ύδρευσης και αποχέτευσης, θέρμανση κ.λπ. άψογα. Σε περίπτωση που κάτι δε λειτουργεί είναι ευθύνη του εργολάβου και ο κύριος του έργου έχει δικαιώματα που προβλέπονται από τη σύμβαση και από τη νομοθεσία.

Επίσης, εξομοιώνεται πολλές φορές η ιατρική ευθύνη με την ευθύνη του παραγωγού προϊόντων λ.χ. παραγωγού ενός αυτοκινήτου, τηλεόρασης κ.λπ. Σε περίπτωση ελλαττωματικών προϊόντων υπάρχει εγγύηση που τα καλύπτει, με βάση συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο, και ευρωπαϊκό και με βάση την εγγύηση που δίνει ο κατασκευαστής. Ένα ελλαττωματικό προϊόν μπορεί να επιστραφεί και να αντικατασταθεί από άλλο.

Όμως στην περίπτωση της ιατρικής, ο ασθενής πολλές φορές προσέρχεται με σοβαρά υποκείμενα νοσήματα λ.χ. διαβήτη τύπου 2, υπερχοληστερηνεμία, αγγειοπάθειες, προηγούμενα καρδιακά ή εγκεφαλικά επεισόδια και ο ιατρός ο οποίος πρέπει να διενεργήσει επέμβαση χρειάζεται να λάβει υπόψιν όλες τις υποκείμενες νόσους. Ο ιατρός δεν είναι εργολάβος που θα «κατασκευάσει» ή ο παραγωγός ενός προϊόντος. Πολύ περισσότερο βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία να εγγυηθεί το αποτέλεσμα. Ο ιατρός επομένως, ευθύνεται τουλάχιστον κατά τη νομική θεωρία ( στην πρακτική των δικαστηρίων όλα τα ανωτέρω είναι σχετικά, όπως θα συζητήσουμε παρακάτω ), όχι για την επέλευση αποτελέσματος κάθε αυτού, αλλά για την παροχή μέσων, τηρώντας τα πρότυπα επιμέλειας με βάση την ιατρική επιστήμη, τέχνη και δεοντολογία για την επίτευξη αυτού του αποτελέσματος.

 

Ο θεσμός της διαμεσολάβησης:

Ο θεσμός της διαμεσολάβησης δεν έχει ακόμη εφαρμοστεί σε ευρεία κλίμακα στη χώρα μας, παρά το ότι θεωρείται μέτρο που θα ανακουφίσει τα δικαστήρια από την υπερφόρτωση.

Στις δίκες της ιατρικής ευθύνης, όταν ζητείται 1.000.000 αποζημίωση ή ακόμη και 500.000 είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν μπορεί να ευδοκιμήσει το μέτρο, δεδομένης βεβαίως και της απροθυμίας των ασφαλιστικών εταιρειών να καταβάλουν τέτοια ποσά χωρίς να εξαντληθούν τα ένδικα μέσα.

Ποιος είναι ο ρόλος των δικηγόρων;

Η νομική υποστήριξη ουσιαστικά έχει να κάνει και με προχωρημένες στρατηγικές. Η όλη αντιδικία στις περιπτώσεις ιατρικής ευθύνης, ιδίως κατά την ποινική διαδικασία, αλλά και την αστική και διοικητική, παρομοιάζεται με ένα πόλεμο με επί μέρους μάχες, στον πρώτο, δεύτερο βαθμό, ακόμη και στο Ανώτατο Ακυρωτικό (Άρειο Πάγο ή ΣτΕ). Σημαντικό είναι στην ποινική διαδικασία πώς θα χρησιμοποιηθούν τα αποδεικτικά μέσα, μάρτυρες, πραγματογνώμονες, τεχνικοί σύμβουλοι, βιβλιογραφία, ήδη υπάρχουσα νομολογία.

Οι ιατροί ως κατηγορούμενοι πώς αντιδρούν;

Ας μην ξεχνάμε μια πολύ σημαντική παράμετρο.

Ο ιατρός έχει συνηθίσει να ανήκει σε ένα επάγγελμα στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας με ανθρώπους που τον έχουν ανάγκη, που τον προσφωνούν «ιατρέ μου» που του αποδίδουν, ακόμη και σήμερα τα εύσημα της ιδιότητάς του.

Στο νοσοκομείο επίσης, όσο πιεστικές και αν είναι οι συνθήκες, είναι ο ηγέτης μιας κλινικής ή μιας ομάδας ατόμων, νοσηλευτών, παραϊατρικών επαγγελμάτων. Έχει ελάχιστη ή καμία σχέση με τα ποινικά δικαστήρια, τα οποία κυριολεκτικά αποστρέφεται, όπως άλλωστε κάθε απλός πολίτης το να προσέρχεται στο νοσοκομείο ή και το δικαστήριο.

Το νοσοκομείο είναι ο φυσικός χώρος του ιατρού και όχι το δικαστήριο.

Βρίσκεται λοιπόν έξαφνα ο ιατρός να δικάζεται στο ίδιο εδώλιο του κατηγορουμένου μαζί με εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου, που βαρύνονται για κλοπές, απάτες, υπεξαιρέσεις, πλαστογραφίες σε βαθμό πλημμελήματος ή σωματικές βλάβες με μαχαίρι κ.ο.κ.

Εκεί που ο ιατρός το μόνο που γνωρίζει είναι το νυστέρι, αντιμετωπίζεται στην αίθουσα του δικαστηρίου ως κοινός «μαχαιροβγάλτης».

Αυτή είναι μια τραυματική εμπειρία που δεν μπορεί να παρακάμψει ούτε να ξεχάσει ο ιατρός και μάλιστα, το χειρότερο, με τις αναβολές, το εφετείο κλπ. μπορεί να διαρκέσει για μια πενταετία ως οκταετία στην ποινική δίκη, ίσως και περισσότερο σε αστικές δίκες, (με τη νέα διαδικασία μετά το 2016 δεν γνωρίζουμε ακόμη σε πόσο χρόνο κατά μέσο όρο θα έχουμε αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις πολιτικών δικαστηρίων), ή σε δίκες στα διοικητικά δικαστήρια.

Γιατί γίνεται και ποινική και αστική δίκη εναντίον του ιατρού;

Μπορεί να υπάρχει για την ιατρική αμέλεια και αστική και ποινική και πειθαρχική ευθύνη.

Η διαδικασία στο ποινικό δικαστήριο δίνει την ευκαιρία σε πολύ καλό αποδεικτικό υλικό που έγκειται σε έγγραφα, αλλά πολύ περισσότερο, στην πράξη, σε μαρτυρικές καταθέσεις, σε καταθέσεις πραγματογνωμόνων, τεχνικών συμβούλων, μαρτύρων κλπ. Ο ποινικός δικαστής έχει μια κατά το δυνατόν πλήρη εικόνα των πραγματικών περιστατικών και εκτιμήσεων που σχετίζονται με τη δίκη.

Στο αστικό δικαστήριο, κυρίως πολυμελές πρωτοδικείο για τον ιδιώτη ιατρό, η διαδικασία έχει γίνει έγγραφη με ένα μάρτυρα από κάθε πλευρά. Αν το δημόσιο είναι ο αστικός υπεύθυνος, η διαδικασία είναι έγγραφη και μόνο. Οι δικονομικοί κανόνες διαφέρουν αρκετά σε κάθε δικαστήριο.

Όμως με την ποινική δίκη ο ασθενής ή οι οικείοι του προσπαθούν αταβιστικά να «τιμωρήσουν» το ιατρό, να του «ανταποδώσουν» ένα μέρος του πόνου που έχουν αισθανθεί οι ίδιοι από μία ατυχή έκβαση μιας επέμβασης ή μιας νοσηλείας.

Στην πειθαρχική δίκη προσπαθεί η Πολιτεία, στα δημόσια νοσοκομεία, και οι Ιατρικοί Σύλλογοι, να αποδώσουν το δίκαιο στον τομέα που τους αναλογεί, να εκτιμήσουν την απαξία του ενδεχόμενου αδικήματος, και να τιμωρήσουν ή αθωώσουν τον ιατρό.

Δικαιώματα του ασθενούς σε περίπτωση ιατρικού σφάλματος.

Ο ασθενής έχει δικαίωμα να υποβάλει μήνυση, προκειμένου ο ιατρός να διωχθεί ποινικά, να ασκήσει αγωγή, προκειμένου να λάβει αποζημίωση ο ασθενής ή οι οικείοι του για τη ζημιά που έχει ή που έχουν υποστεί ή την ηθική βλάβη ή την ψυχική οδύνη για θάνατο, καθώς και να προσφύγει στα αρμόδια πειθαρχικά όργανα του Υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, αν ο ιατρός ανήκει στον κλάδο ιατρών ΕΣΥ και σε κάθε περίπτωση στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του οικείου Ιατρικού Συλλόγου.

Μπορεί ο ασθενής να παραιτηθεί από τα δικαιώματά του; Τι είναι το έγγραφο συναίνεσης;

Το έγγραφο συναίνεσης ζητά συνήθως ο ιατρός από τον ασθενή να το υπογράψει, μετά από ενημέρωση για τους κινδύνους μιας νόσου, τις επιπλοκές της, την αναγκαιότητα της επέμβασης, τις πιθανές επιπλοκές, τις πιθανές εναλλακτικές λύσεις αν δεν γίνει η επέμβαση κ.ο.κ.

Σε αυτό το έγγραφο θα πρέπει να γίνει μια διάκριση.

Ο ασθενής πρώτον ασκεί το δικαίωμά τους της αυτονομίας της βούλησης, της αυτοδιάθεσής του.

Δεύτερον αποδέχεται τους κινδύνους, τις επιπλοκές που είναι σύμφυτοι με την επέμβαση και δεν οφείλονται σε υπαιτιότητα του ιατρού.

Αν όμως υπάρχει αμέλεια του ιατρού, αυτή θα καταλογισθεί στο ιατρό. Στην περίπτωση αυτή το έγγραφο αυτό συναίνεσης δεν παίζει κανένα ρόλο. Ο ασθενής δίνει τη συναίνεσή του για μια lege artis επέμβαση και όχι και για την τυχόν πλημμελή συμπεριφορά του ιατρού.

Γιατί άλλοι ιατροί ζητούν από τον ασθενή να τους υπογράψει έγγραφο και άλλοι δεν ζητούν;

Στη χώρα μας υπάρχει μια ελευθερία ως προς το έγγραφο της συναίνεσης. Κανένας νόμος δεν υποχρεώνει το ιατρό ή την κλινική να υποχρεώσει τον ασθενή, ουσιαστικά, στο να υπογράψει ένα έγγραφο συναίνεσης. Αυτό λειτουργεί περισσότερο αποδεικτικά, σε μια πιθανή μελλοντική δίκη, αν τα πράγματα δεν πάνε καλά, για το ιατρό και την κλινική, ότι ο ασθενής έχει ενημερωθεί για τους κινδύνους που κρύβει μια επέμβαση, ακόμη και αν διεξαχθεί κατά τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης.

Πολλοί ιατροί όμως φοβούνται ότι αν δώσουν έγγραφο συναίνεσης να υπογράψει ο ασθενής, αυτός θα φοβηθεί και θα προσφύγει στις υπηρεσίες άλλου ιατρού. Έτσι στην πράξη λίγοι ιατροί είναι εκείνοι που δίνουν έγγραφο συναίνεσης ως προϋπόθεση για να διενεργήσουν μια επέμβαση.

Όλο και πιο συχνά στις μέρες μας ιδιωτικές κλινικές και κρατικά νοσοκομεία υποχρεώνουν του ιατρούς τους να ζητούν από τους ασθενείς τους να υπογράφουν έντυπα συναίνεσης με καταγραφή των πιθανών επιπλοκών, ανάλογα με την επέμβαση. 

Τα δικαιώματα του ιατρού.

Βεβαίως και ο ιατρός έχει δικαιώματα. Καταρχάς έχουν κατηγορηθεί οι ιατροί ότι στο νοσοκομείο ασκούν τα δικαιώματά τους κατά έναν «ιμπεριαλιστικό τρόπο», ιδίως η γαλλική νομική σχολή των δεκαετιών ’30 με ’50. Οι ιατροί από τη θέση τους ασκούν άμεσα ή έμμεσα εξουσία στον ασθενή, γιατί ο ασθενής βρίσκεται σε πιο αδύναμη θέση. Αυτό με την ευρεία έννοια, και όχι με κακή έννοια της εξουσίας, αντίστοιχη της γονικής μέριμνας. Πρέπει να μην κάνεις αυτό, πρέπει να ακολουθήσεις αυτή τη δίαιτα, πρέπει να παίρνεις αυτά τα φάρμακα. Αυτή είναι η φυσική εξουσία του ιατρού προς τον ασθενή. Πρέπει να τον κατευθύνει, να τον καθοδηγήσει, να τον φροντίζει, να τον προσέχει. Η εξουσία αυτή πρέπει να ασκείται με ευγενικό και ιδιαίτερα διακριτικό τρόπο. Στην πίεση της δουλειάς, ιδίως στα κρατικά νοσοκομεία πολλές φορές οι ιατροί είναι απόμακροι ή απότομοι ή και αγενείς. Πολλές φορές είναι ένας φαύλος κύκλος, γιατί ο ασθενής έρχεται περιστοιχισμένος από συγγενείς, έτοιμους να κατηγορήσουν το ιατρό για κάθε καθυστέρηση, για κάθε αδυναμία του συστήματος.

Με την πάροδο του χρόνου και με τους κανόνες δεοντολογίας ο ιατρός φαίνεται να έχει περισσότερες υποχρεώσεις ηθικού και δεοντολογικού χαρακτήρα, παρά δικαιώματα. Υπάρχουν εκατοντάδες Διακηρύξεις Δικαιωμάτων των ασθενών και ελάχιστες Διακηρύξεις δικαιωμάτων των ιατρών, ίσως και καμία.

Αν θέλουμε να μιλήσουμε τώρα για τα δικαιώματα που έχει ο ιατρός ως κατηγορούμενος ή εναγόμενος ή καταγγελλόμενος, ανάλογα με το ποιο δικαστήριο ή όργανο τον κρίνει, τότε πρέπει να πούμε ότι έχει όλο το πλέγμα προστασίας των κατηγορουμένων ή εναγόμενων ή καταγγελλόμενων που ορίζει ο συνταγματικός και ο κοινός νομοθέτης σε ένα κράτος δικαίου. Λ.χ. το δικαίωμα σιωπής και μη αυτοενοχοποίησης, το τεκμήριο αθωότητας στα ποινικά δικαστήρια, την προδικασία στα ποινικά δικαστήρια.

Ευθύνονται οι ιατροί για δόλο ή το ιατρικό σφάλμα είναι μόνο ζήτημα αμέλειας;

Η ιατρική ευθύνη έχει να κάνει μόνο με αμέλεια.

Έτσι είτε βαριά είτε επικίνδυνη είτε θανατηφόρα σωματική βλάβη είτε και ανθρωποκτονία θα κριθούν από αμέλεια. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι εκτός από τις ταινίες κινηματογράφου –και αυτές παλαιάς κοπής- κανένας ιατρός δεν επιθυμεί να θέση σε διακινδύνευση την καριέρα του ή την ψυχική του ηρεμία ή την περιουσία του με το να προκαλέσει από δόλο ιατρικό «ατύχημα».

Από δόλο μπορεί να διαπράττονται άλλα αδικήματα, λ.χ. παθητική δωροδοκία (φακελάκι) ή νόθευση εγγράφων (λ.χ. των ιατρικών αρχείων για να μην κατηγορηθεί ο ιατρός), αλλά όχι και τα ιατρικά σφάλματα.

Σπανιότατα επίσης οι ιατροί κατηγορούνται για βιασμό ή απόπειρα βιασμού ή ασελγείς πράξεις σε μια ασθενή.

Πράγματι οι ιατρός, ιδίως ο μαιευτήρας γυναικολόγος θα εξετάσει τους μαστούς της ασθενούς, με δακτυλική εξέταση αμφίχειρη θα εξετάσει τον τράχηλο της μήτρας, ενδεχόμενη δε και αμφίχειρη εξέταση δακτυλική και κολπική. Οι γυναίκες γνωρίζουν αυτές τις εξετάσεις και δέχονται τακτικά να γίνονται. Ο ιατρός μπορεί να αντιμετωπίσει την τυχόν κακόπιστη συμπεριφορά με συνεργάτιδά του μαία ή νοσηλεύτρια, η οποία θα χρησιμοποιηθεί και ως μάρτυρας σε δίκη με παρόμοια κατηγορία.

Μπορεί, όπως συμβαίνει πολλές φορές σε χώρους στάθμευσης να αποποιηθεί μια ιδιωτική κλινική ή ένα ιατρείο από την ευθύνη με μία πινακίδα;

Όχι, αυτό δεν είναι δυνατό. Ακόμη και αυτές οι πινακίδες των χώρων στάθμευσης που αποποιούνται λ.χ. ευθύνη σε περίπτωση πυργαγιάς είναι αμφίβολο αν θα γίνουν δεκτές από δικαστήριο. Αν λ.χ. ένας υπάλληλος του χώρου στάθμευσης από δόλο ή από αμέλεια προκαλέσει πυρκαγιά, δεν θα ευθύνεται και ο ίδιος και ο ιδιοκτήτης;

Το ίδιο συμβαίνει και με την ιατρική αμέλεια. Κανένας δεν μπορεί να αποποιηθεί της ευθύνης. Ούτε ο ιατρός ούτε η κλινική ούτε το νοσοκομείο.

Και αυτό είναι ορθό. Ο οποιοσδήποτε επαγγελματίας πρέπει να έχει ευθύνη, γιατί πρέπει να επιτελεί την εργασία του σύμφωνα με τους κανόνες της επιστήμης του ή της τέχνης του. Ο οδοντίατρος, ο φαρμακοποιός, ο δικηγόρος, ο συμβολαιογράφος, αλλά και ο ηλεκτρολόγος, ο υδραυλικός, ο συντηρητής κ.ο.κ.

Είναι αλήθεια ότι δεν προσέρχονται ως μάρτυρες ιατροί εναντίον ιατρών;

Αυτό σε μεγάλο βαθμό είναι αλήθεια.

Οι ιατροί διστάζουν να καταθέσουν εναντίον συναδέλφων τους.

Πολλοί το ερμηνεύουν ως κακώς εννοούμενη συναδελφική αλληλεγγύη.

Εμείς το ερμηνεύουμε πολύ πιο απλά. Δεν υπάρχει ιατρός ενεργός που δεν κινδυνεύει να έχει επιπλοκές. Επίσης και το ανθρώπινο λάθος είναι μέσα στα ανθρώπινα μέτρα. Ποιος επαγγελματίας δεν έχει κάνει λάθη στην καριέρα του και δεν συνεχίζει να κάνει λάθη, όση επιμέλεια και αν επιδεικνύει;

Και το χειρότερο είναι ότι κανείς δεν μπορεί να προβλέψει πότε θα συμβεί το λάθος ή πότε θα συμβεί μια επιπλοκή.

Επομένως παρά ότι παρατηρείται συχνά το φαινόμενο ιατροί να έχουν αντιδικίες για άλλα πράγματα, λ.χ. για παράνομη διαφήμιση, για απατηλά μέσα προσέλκυσης πελατείας, για ιατρικό σφάλμα σπάνια θα δει κανείς μάρτυρα κατηγορίας ιατρό κατά συναδέλφου του.

Μήπως θα έπρεπε να δικάζουν ιατροί; Πώς το δικαστήριο κρίνει μια υπόθεση, όταν οι δικαστές δεν είναι ιατροί;

Είναι ένα πάγιο παράπονο των ιατρών. Οι ιατροί θα επιθυμούσαν να δικάζονται από ιατρούς και όχι από δικαστές. Από τη δική τους την πλευρά έχουν δίκιο. Και όχι γιατί πιστεύουν ότι θα αθωωθούν επειδή οι άλλοι θα είναι ιατροί, αλλά γιατί οι ιατροί ως χειρουργοί, λ.χ. διαφορετικά θα κατανοήσουν την κατάσταση για ένα ατυχές περιστατικό, για παράδειγμα απολινώθηκε ένας ουρητήρας κατά τη διάρκεια γυναικολογικής επέμβασης, και διαφορετικά ένας δικαστικός από το γραφείο του, ο οποίος, πιθανότατα, ουδέποτε έχει επισκεφθεί χώρο χειρουργείων κατά την ώρα του φόρτου εργασίας.

Από την άλλη πλευρά όμως σε κανένα μέρος του κόσμου δεν δικάζουν ιατροί. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν γνωρίζουν τα μεθοδολογικά εργαλεία να δικάσουν. Ακόμη και στις ΗΠΑ όπου το σύστημα των ενόρκων διαδραματίζει πιο σημαντικό ρόλο από ό,τι στη χώρα μας, οι ένορκοι καθοδηγούνται από το δικαστή ως προς το ποιο είναι το σημείο που πρέπει να αποφασίσουν ότι αποδείχθηκε.

Στο Common Law έχουν κατά καιρούς αλλάξει νομολογιακές κατευθύνσεις. Από το τεστ Bolam, που σήμαινε ότι εφαρμόζονται οι κανόνες του ιατρικού επαγγέλματος με βάση τι θα έπραττε ο μέσος ειδικευμένος ιατρός φθάσαμε σε νομολογία που να απαιτεί

Εύλογο είναι το ερώτημα πώς θα κρίνει ο δικαστής χωρίς ιατρικές γνώσεις. Όπως και παραπάνω τονίσαμε, με τη βοήθεια αποδεικτικών μέσων που απαριθμεί ο νόμος και κυρίως με ιατροδικαστικές εκθέσεις, γνωματεύσεις πραγματογνωμόνων, τεχνικών συμβούλων, μάρτυρες, έγγραφα κλπ.

Τι δίκαιο εφαρμόζουμε στην Ελλάδα;

Το Ηπειρωτικό Δίκαιο (Continental Law).

Ας μη λησμονούμε ότι ο Maurer ήταν Αντιβασιλέας στη νεοσύστατη χώρα μας επί Όθωνος, και μεταφύτευσε στην Ελλάδα τους κανόνες του γερμανικού δικαίου, στο αστικό δίκαιο, στο ποινικό δίκαιο, στην Πολιτική Δικονομία και την Ποινική Δικονομία.

Είναι δίκαιο που έχει κανόνες που εφαρμόζει αυστηρά, άλλοτε με γραμματική ερμηνεία του νόμου, άλλοτε με διασταλτική (στο Ποινικό Δίκαιο ισχύει συσταλτική ερμηνεία), ενώ υπεισέρχονται αρχές αναλογικότητας του Συντάγματος κλπ.

Σε τι διαφέρει το Κοινό Δίκαιο (Common Law);

To Κοινό Δίκαιο είναι δίκαιο που βασίζεται σε νομολογία, κυρίως σε εμβληματικές αποφάσεις του Ανωτάτου Ακυρωτικού.

H Bolam v. Friern Hospital Management Committee ήταν καθοριστική στο Κοινό Δίκαιο. Καθιέρωσε το περίφημο τεστ Bolam που σήμαινε ότι εφαρμόζονται οι κανόνες του ιατρικού επαγγέλματος με βάση τι θα έπραττε ο μέσος ειδικευμένος ιατρός

Στην Natanson v. Kline  «θεοποιείται» ως πρότυπο συμπεριφοράς η ιατρική κοινότητα. Οι πραγματογνώμονες πλέον κατέχουν το κλειδί της γνώσης να εξηγήσουν προς το δικαστή το μέτρο επιμέλειας που η ιατρική κοινότητα θεωρεί εκάστοτε ως μεθοδολογικό εργαλείο ως προς τι θα ανακοινώσει και τι θα παραλείψει να ανακοινώσει στον ασθενή.

Στην εμβληματική (landmark case) Canterbury v. Spence  μετατίθεται το βάρος από την ιατρική κοινότητα και αντικαθίσταται από την κρίση του δικαστή, ανάλογα με τις ανάγκες του συνετού ασθενή και του τι θα επιθυμούσε αυτός να πληροφορηθεί ώστε να παράσχει τη συναίνεσή του. Το τεστ Bolam υποβαθμίζεται όπως και οι κανόνες της ιατρικής κοινότητας.

H Bly v. Rhoads  θεωρεί μεγάλη την επιβάρυνση του ιατρού, ο οποίος τίθεται εκάστοτε υπό τον πέλεκυ της δικανικής κρίσης.

Η Sidaway v. Board of Governors of the Bethlem Royal Hospital  ανακηρύσσει οιονεί σε θεώρημα το τεστ Bolam. Σύμφωνα με το ερώτημα του Λόρδου Scarman, πότε ενεργεί ο ιατρός lege artis; Η απάντηση έγκειται στο αν ενεργεί σύμφωνα με πρακτική που γίνεται αποδεκτή κατά το συγκεκριμένο χρόνο από υπεύθυνο σώμα ιατρικής γνώμης, ακόμη και αν άλλοι ιατροί υιοθετούν διαφορετική πρακτική. Και πάλι η ιατρική κοινότητα παρέχει το μέτρο επιμέλειας.

Στην Reibl v. Hughes  είναι η ποσότητα που καθορίζει την έκβαση της δίκης και το μέγεθος της ζημίας.

Στον αντίποδα η Rogers v. Whitaker  με απειροελάχιστο κίνδυνο, αλλά, που στα πλαίσια υποκειμενικού κριτηρίου και με βάση το ιδιαίτερο ενδιαφέρον της ασθενούς και εξαιτίας της σοβαρότητας της βλάβης που προκλήθηκε, η παράλειψη ανακοίνωσης θεωρείται στοιχείο αμελούς και παράνομης συμπεριφοράς του ιατρού.

Στην υπόθεση Bolitho v. City and Hackney Health Authority  επανέρχεται το ζήτημα ως προς το τι πρέπει να αναφέρεται στον ασθενή υπό άλλο φωτισμό, αυτόν της κοινής λογικής. Ό,τι είναι λογικό είναι και σύμφωνο με το νόμο.

H Chester v. Afshar  διακηρύσσει ότι θέτει τέλος στην πατερναλιστική ιατρική, η οποία δεν είναι πλέον ο κανόνας. Παρεμβαίνει υπέρ των εννόμων συμφερόντων των ασθενών ακόμη και αν θεωρείται ότι πρέπει να αποκλίνουμε από κανόνες ακόμη και του αιτιώδους συνδέσμου. Ο σκοπός του νόμου είναι ο ίδιος ο νόμος.

Ας σημειωθεί ενδεικτικά ότι σχετικά πρόσφατα στην περίφημη πλέον Montgomery v Lanarkshire Health Board (2015) κρίθηκε από το Supreme Court ότι πρέπει να λέγονται τα πάντα στον ασθενή, ως εξάλειψη κάθε κατάλοιπου πατερναλιστικής συμπεριφοράς από πλευράς του ιατρού, ανεξάρτητα από το αν ο ασθενής μπορεί να το αντέξει ή όχι, κάτι που είναι «πολιτικά ορθό», αλλά πολλές φορές μπορεί να φθάνει σε μία βαρβαρότητα (brutality) της ενημερωμένης συναίνεσης, ιδίως για μεσογειακούς λαούς όπως η Ελλάδα (από βιβλίο υπό έκδοση του συγγραφέα)

Και στο μέλλον είναι σίγουρο ότι η διαμάχη όσον αφορά σε μεγάλα ζητήματα ως προς τα κριτήρια της ιατρικής αμέλειας ή τι πρέπει να λέγεται στον ασθενή δεν θα έχει τέλος. Είτε στο Κοινό Δίκαιο είτε στο ηπειρωτικό, τα μεγάλα προβλήματα θα παραμένουν άλυτα ή μάλλον θα δίδεται εκάστοτε ad hoc λύση που αντιστοιχεί στις ιδιαιτερότητες κάθε βιοτικής περίπτωσης, στα έννομα αγαθά που τίθενται σε διακινδύνευση, και στις ανάγκες των κοινωνιών που έρχονται.

Στο δικαστήριο ποιος πρέπει να αποδείξει ότι δεν έχει ευθύνη;

Στην ποινική δίκη πάντοτε ισχύει το τεκμήριο της αθωότητας του κατηγορουμένου.

Στην αστική δίκη, τη δίκη για αποζημίωση, κατά πάγια νομολογία των δικαστηρίων, το βάρος απόδειξης, το βάρος δηλαδή να αποδείξει το δικαστή, φέρει ο ιατρός. Η δικαιολογητική βάση έγκειται στο ότι ο ασθενής δεν γνωρίζει τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης και δεν γνωρίζει τι έγινε στο χειρουργείο.

Ο ιατρός επομένως πρέπει να αποδείξει ότι ενήργησε κατά τον δέοντα τρόπο, ότι τήρησε τους κανόνες, και ότι η όποια βλάβη δεν οφείλεται σε δική του αμέλεια, αλλά σε ενδογενές ή τυχαίο αίτιο.

Ο ασθενής πρέπει να αποδείξει το μέγεθος της ζημίας.

Στην πράξη βλέπουμε όμως ότι ακόμη και στις ποινικές δίκες τα δικαστήρια δυσπιστούν αρκετές φορές απέναντι στο ιατρό, θεωρώντας ότι θα έπρεπε να έχει κάνει περισσότερα, ώστε να αποφευχθεί η ζημιά του ασθενούς.

Πολλές φορές ακόμη, και αυτό είναι εντελώς υποκειμενική άποψη,  παρατηρούμε τα δικαστήρια να προσπαθούν να διαδραματίσουν ένα ρόλο της μη υπάρχουσας κοινωνικής αλληλεγγύης προς τον ασθενή.

Οι δικαστές, θα λέγαμε, βιώνουν και ταυτίζονται περισσότερο με την περιπέτεια υγείας του  ασθενούς.

Τελικά οι δικαστές πρέπει να δικάζουν δίκες ιατρικής ευθύνης;

Αλλοίμονο αν κανείς δεν έχει εμπιστοσύνη το δικαστικό σύστημα της χώρας του.

Οι δικαστές, ιδίως σήμερα με την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών, δείχνουν ιδιαίτερη κατάρτιση, ακόμη και στα Πρωτοδικεία, όπου πολλές φορές παρατηρούμε εκπληκτικά τεκμηριωμένες δικαστικές αποφάσεις.

Οι δικαστές σε αυτές τις δίκες δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έχει κανείς την αίσθηση ότι αναζητούν την αλήθεια και από δική τους έρευνα, αναζητώντας επιστημονικά άρθρα κλπ. Έρχονται καταρτισμένοι στην έδρα, όχι μόνο νομικά, αλλά γνωρίζοντας και πού θα κινηθούν, πολλές φορές, έχοντας σχεδιάσει και καίριες ερωτήσεις προς μάρτυρες κλπ.

 

Όταν το δικαστήριο επιδικάσει ένα ιατρικό σφάλμα τιμωρείται ποινικά ο ιατρός και ποιες είναι οι ποινές;

Συνήθως οι καταδίκες των ιατρών αυξάνονται με την πάροδο του χρόνου. Ξεκινούν από 12 περίπου μήνες με αναστολή και έχουν φθάσει μέχρι και 36 μήνες για ανθρωποκτονία, λ.χ. ιατρού που φέρεται ότι από αμέλειά του πέθανε 73χρονος με τεράστια κοιλιοκήλη, γιατί μετά μερικές ημέρες υπήρξε διαφυγή από το χειρουργημένο έντερο και τελικά ο άνθρωπος κατέληξε.

Δεν είναι σφάλμα του ιατρού το ότι υπήρξε διαφυγή ή διάτρηση του εντέρου;

Το τι είναι και το τι δεν είναι σφάλμα είναι κάτι που δεν μπορούμε να το πούμε γενικά, παρά μόνο κρίνοντας μια συγκεκριμένη υπόθεση. Και πάλι, τίποτε δεν είναι σίγουρο. Πολλές φορές, ακόμη και αν κρίνουν τα δικαστήρια έτσι ή αλλιώς, παραμένει μέσα μας η αμφιβολία αν ο ιατρός έπραξε το ορθό ή όχι. Σε ηλικιωμένους ανθρώπους, λ.χ., γνωρίζουμε ότι υπάρχουν ταλαιπωρημένα έντερα, σας «τσιγαρόχαρτο», ή που έχουν υποστεί άλλες επεμβάσεις, που έχουν συμφύσεις κλπ.

Μπορεί το σφάλμα να ανήκει στο ιατρό που δεν έθεσε καλά τα ράμματα ή που τα ράμματα ή τα κλιπς δεν είχαν μεταξύ τους την κατάλληλη απόσταση.

Μπορεί να οφείλεται και σε ένα τυχαίο γεγονός, λ.χ. το έντερο μετά από μερικές ημέρες να ανοίξει, ίσως μόνο και μόνο από την ταλαιπωρία της επέμβασης. Στο εξωτερικό οι χειρουργοί κάνουν λόγο για την «καταραμένη» πέμπτη ημέρα. Μετά μερικές ημέρες δηλαδή μπορεί να υπάρξει διαφυγή στο παχύ έντερο, η οποία μάλιστα αργεί πολλές φορές να εμφανιστεί επειδή ελλείπει το στοιχείο του πόνου (που υπάρχει όμως λ.χ. στη διάτρηση του στομάχου, λόγω των οξέων που περιέχει).

Ας σημειωθεί ότι στη συντριπτική πλειοψηφία τα δικαστήρια θεωρούν τη διαφυγή του εντέρου ότι οφείλεται σε σφάλμα του χειρουργού.

Το ίδιο ισχύει και για τις νοσοκομειακές λοιμώξεις, στα πλαίσια «αντικειμενικοποίησης» της ιατρικής ευθύνης.

Πόσο χρόνο κάνει το ποινικό δικαστήριο να καταδικάσει το ιατρό;

Μια ποινική δίκη ξεκινά από την προδικασία, τις έγγραφες εξηγήσεις του φερόμενου ως υπαίτιου ιατρού, αρκετούς μήνες μετά η υπόθεση, στη συντριπτική πλειοψηφία, φθάνει στο ακροατήριο. Μπορεί να υπολογίσει κανείς ότι με τις αναβολές στο τριμελές πλημμελειοδικείο η διαδικασία κρατάει 3 με 5 χρόνια, 2 περίπου χρόνια στο Εφετείο και ταχύτερα στον Άρειο Πάγο, αν υπάρχει κίνδυνος παραγραφής που είναι (πέντε συν τρία) οκτώ έτη.

Όταν το πολιτικό δικαστήριο κρίνει ότι έχει λάβει χώρα ιατρικό σφάλμα ποιες είναι οι αποζημιώσεις;

Οι αποζημιώσεις είναι αρκετές σε δίκες ιατρικής ευθύνης και έτσι μπορούν να φθάσουν μέχρι και 500.000-800.000 αποζημίωση για υλικές ζημιές, ηθική βλάβη, ανάλογα με την ηλικία του ατόμου που κατέληξε κρίνοντας και άλλες συνθήκες (λ.χ. αναπηρία και ανάγκη για αποκλειστικούς νοσηλευτές, φυσικοθεραπείες κλπ.

Ο ασθενής πώς θα διασφαλισθεί σε περίπτωση ιατρικού σφάλματος ότι θα εισπράξει την αποζημίωση; Αν λ.χ. ο ιατρός πουλήσει περιουσιακά του στοιχεία ή τα μεταβιβάσει στα παιδιά του κλπ. τότε τι γίνεται;

Αυτό μπορεί να ακούγεται λογικό, όμως ο νόμος έχει ασφαλιστικές δικλείδες. Όχι μόνο με τις διατάξεις για την καταδολίευση δανειστών, όπου ακυρώνονται τέτοιου είδους συμβάσεις, αλλά και με δύο άλλους τρόπους.

Πρώτον με την ασφάλιση του ιατρού –συνήθως οι ιατροί ασφαλίζονται για ποσά από 100.000 ως 600.000 ευρώ, μπορεί και παραπάνω- και δεύτερον με τη σχέση «πρόστησης» που συνδέει ένα κρατικό νοσοκομείο ή μια ιδιωτική κλινική με το ιατρό.

Τι είναι η πρόστηση;

Αν ο ιατρός απασχολείται με οποιοδήποτε τρόπο και οποιαδήποτε εργασιακή ή άλλη σχέση, έχει κριθεί από τα δικαστήρια ότι συνυπεύθυνη είναι και η ιδιωτική κλινική ή το διαγνωστικό εργαστήριο.

Αυτό ισχύει ακόμη και αν υπάρχει μια χαλαρή σχέση μεταξύ ιατρού και ιδιωτικής κλινικής ή διαγνωστικού εργαστηρίου, λ.χ. ο ιατρός χειρουργός ή μαιευτήρας γυναικολόγος χρησιμοποιεί μόνο τις εγκαταστάσεις του νοσοκομείου.

Το κριτήριο δεν είναι, όπως άλλοτε, να έχει ο ιδιοκτήτης μιας επιχείρησης ή το διοικητικό συμβούλιο μιας ΑΕ τον έλεγχο επί των οδηγιών που παρέχονται, αλλά πλέον, με την πάροδο των χρόνων, το κριτήριο είναι να διευρυνθεί ο αριθμός των προσώπων που είναι υπεύθυνα προς αποζημίωση.

Το ίδιο ισχύει και για τους ιατρούς του ΕΣΥ ή του ΕΟΠΥΥ.

Πρέπει οι ιατροί να είναι ασφαλισμένοι;

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τόσο στα μέσα της δεκαετίας του ’70 όσο και την προηγούμενη δεκαετία υπήρξε ένα τεράστιο πρόβλημα. Οι δικαστές, έχοντας τη βεβαιότητα ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες πληρώνουν και όχι οι ιατροί αύξησαν υπερβολικά τα ασφάλιστρα. Ποιος πληρώνει; The deep pocket, η βαθιά τσέπη, ήταν η απάντηση. Αυτές οι μεγάλες αποζημιώσεις είχαν όμως αποτέλεσμα που δεν είχε προβλεφθεί από τους δικαστές, αλλά η ίδια η αγορά αντέδρασε. Η αύξηση αποζημιώσεων επέφερε αύξηση των ασφαλίστρων, σε βαθμό που έκανε απαγορευτική πολλές φορές την άσκηση της ιατρικής σε ειδικότητες όπως η μαιευτική-γυναικολογία, ορθοπαιδική, και γενικά χειρουργικές ειδικότητες, που έχουν μεγαλύτερο πρόβλημα ιατρικής ευθύνης. Πολλοί ιατροί σε περιοχές όπως το Μαϊάμι ή η Καλιφόρνια, από τις καλύτερες περιοχές στον κόσμο, αναγκάσθηκαν να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους.

Στη χώρα μας ευτυχώς το πρόβλημα με τις ασφαλιστικές εταιρείες δεν είναι τόσο μεγάλο και ακόμη το σύστημα λειτουργεί σε ικανοποιητικό βαθμό και τα ασφάλιστρα είναι λογικά. Σχεδόν όλοι οι ιατροί σήμερα –κάτι που ήταν αδιανόητο πριν από μια εικοσαετία- που ασκούν ειδικότητα υψηλού ρίσκου είναι ασφαλισμένοι.

 

Αυτό σημαίνει ότι είναι επαρκής πάντοτε η ασφαλιστική κάλυψη;

Θα ήταν επαρκής αν υπήρχε τρόπος άμεσων αποζημιώσεων.

Και ο ασθενής και οι οικείοι του θα πληρώνονταν απευθείας και δεν θα ήταν υποχρεωμένοι να ασκήσουν αγωγές και μηνύσεις κατά των ιατρών και οι ιατροί θα ήταν ευτυχείς που η αποζημίωση αποκατέστησε κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο –επειδή ποτέ δεν υπάρχει πραγματική αποκατάσταση για ένα οικείο πρόσωπο που έχει χαθεί ή μια μόνιμη αναπηρία- τον ασθενή ή τους οικείους.

Στην ασφάλιση αυτοκινήτων η νομοθεσία είναι πιο εξελιγμένη.

Πολλές φορές με έκπληξη ο ιατρός παρατηρεί μια ασφαλιστική εταιρεία, η οποία πάντοτε ήταν φιλική προς αυτόν, όσο αυτός πλήρωνε, με έναν ευγενικό και προσηνή ασφαλιστικό σύμβουλο, να είναι πλέον «εχθρική».  Ενώ έπρεπε να ομοδικεί, να βρίσκεται στο πλευρό του ιατρού, και έμμεσα του ασθενούς, να βρίσκει διάφορους τρόπους να αποφύγει να καταβάλει αποζημίωση. Δεν συμφωνεί σε κάποιο πιθανό συμβιβασμό μεταξύ των διαδίκων (ιδίως όταν τα ποσά αποζημίωσης είναι μεγάλα). Πολλές φορές βρίσκει διαφόρους τρόπους να αποφύγει την αποζημίωση, επικαλούμενη λόγους όπως ότι δεν έγινε εγκαίρως η δήλωση επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, ότι μετά από χρονικό διάστημα ασφαλίστηκε σε άλλη εταιρεία (!) κλπ.

Αξίζει τον κόπο κάποιος ασθενής που έχει υποστεί ζημιά από ιατρικό σφάλμα να προσφύγει στα δικαστήρια; Θα αποζημιωθεί για την ταλαιπωρία του;

Ο ασθενής που υπέστη μια ζημιά που δεν προβλεπόταν από το χαρακτήρα της επέμβασης, λ.χ. –και αναφερόμαστε σε ένα ακραίο παράδειγμα- επέμβαση κήλης ή σκωληκοειδίτιδας όπου έχει πληγεί το ισχιακό νεύρο, τότε προφανώς κάτι δεν έπραξε σωστά ο ιατρός ή κάτι παρέλειψε, ώστε να επέλθει αυτό το δυσμενές αποτέλεσμα.

Ο ασθενής λοιπόν θα πρέπει να συμβουλευθεί και δικηγόρο, ή και δικηγόρους, και να συμβουλευθεί ακόμη και ιατρούς της ίδιας ειδικότητας με αυτή που ήταν ο χειρουργός ή αντίστοιχη (λ.χ. στο ανωτέρω παράδειγμα καλό θα ήταν να συμβουλευθεί ο ασθενής γενικούς χειρουργούς ή και νευροχειρουργούς). Θα μπορούσε να μην ευθύνεται ο ιατρός, λ.χ. γιατί σε αυτό το ακραίο παράδειγμα, θα μπορούσε να υπάρχει μια ανατομική διαταραχή του ασθενούς που δεν ήταν προβλέψιμη και λόγω και του κατεπείγοντος δεν μπορούσε να ελεγχθεί, λ.χ. σε σπανιότατες περιπτώσεις μπορεί, σε κατακλυσμιαία αιμορραγία, να χορηγήσει κατεπειγόντως ανέλεγκτο αίμα.

Υπάρχουν και περιπτώσεις όπου ο ιατρός λειτουργεί με υψηλότατο ρίσκο και υπό μεγάλη πίεση, όπως σε περιπτώσεις πολυτραυματιών σε τροχαία ατυχήματα ή σοβαρών τραυματισμών με πυροβόλα όπλα ή μαχαίρια σε κυνήγι, συμπλοκές με παραβαίνοντες τις διατάξεις του ποινικού δικαίου κλπ. Σε αυτές τις περιπτώσεις βεβαίως μια άσχημη εξέλιξη δεν μπορεί να αποδοθεί στο ιατρό. Είναι επομένως πολλές οι πιθανότητες μια μήνυση του ιατρού κατά του ασθενούς ή μια αγωγή να απορριφθούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις όμως ο ιατρός πρέπει να προετοιμάζει τους οικείους ή να τονίζει, και με έγγραφη συναίνεση, το υψηλό ρίσκο μιας επέμβασης.

Ως επίμετρο.

Κάθε ζημιά που υφίσταται ο ασθενής μετά από μια ιατροχειρουργική επέμβαση μπορεί να αποδίδεται στον ιατρό, ο οποίος ενδεχομένως εφάρμοσε πλημμελώς τους κανόνες της ιατρικής επιστήμης και τέχνης. Μπορεί όμως να οφείλεται και σε αναμενόμενη επιπλοκή.

Ο ασθενής θα σταθμίσει τις συνέπειες μιας δικαστικής διαμάχης. Αν γίνει από το δικαστήριο δεκτή η ευθύνη του ιατρού μπορεί να κερδίσει αρκετά χρήματα, περίπου μετά από 5-10 έτη. Αν δεν ευδοκιμήσουν οι δίκες αυτές τότε έχει τον κίνδυνο να καταδικασθεί με τη δικαστική δαπάνη.

Το ποσοστό δικών υπέρ των ασθενών κυμαίνεται από το 2010 και μετά, περίπου στο 75% υπέρ των ασθενών και 25% κατά των ιατρών.

Αρκετοί ασθενείς βεβαίως προτιμούν τη λύση των «εργολαβικών» δικών, εκείνων δηλαδή στο οποίο συμφωνούν με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους να αμείβεται εκείνος με ένα ποσοστό –σήμερα με βάση το ισχύον στην Ελλάδα νομικό πλαίσιο φθάνει το 20% ή 30% όταν υπάρχει και δεύτερος δικηγόρος- των ποσών που επιδικάζονται ή πρόκειται να επιδικασθούν.

Υπάρχει επίσης το δικαστικό ένσημο στις αγωγές, τώρα και στις αναγνωριστικές, που κυμαίνεται χονδρικά στο 1,2% του αιτούμενου ποσού.

Βεβαίως πάντοτε υπάρχει η περίπτωση ενός λογικού συμβιβασμού, ο οποίος όμως συνήθως είναι ανέφικτος λόγω των υψηλών ποσών που ζητούν οι ασθενείς ή οι συγγενείς τους και της απροθυμίας των ασφαλιστικών εταιρειών σε αποζημιώσεις αν δεν εκδοθούν αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις.

----------

 © 2011, αναθεωρημένη έκδοση 2020, Χάρης Πολίτης. Απαγορεύεται ρητώς η αναδημοσίευση χωρίς προηγούμενη έγγραφη άδεια κατά νόμο.

Το παρόν δεν επέχει θέση νομικών ή ιατρικών συμβουλών ή συμβουλών πραγματογνωμοσύνης. Είναι γενικό και απηχεί απόψεις του συγγραφέα. Για ειδικές εξατομικευμένες πληροφορίες κατά περίπτωση και υπόθεση θα πρέπει οι ενδιαφερόμενοι να αναζητούν συμβουλές από ειδικούς επαγγελματίες.